Το Δίκτυο Δομών για την πρόληψη και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας απαρτίζεται πανελλαδικά από 44 Συμβουλευτικά Κέντρα, 20 Ξενώνες Φιλοξενίας και τη Γραμμή SOS 15900. Οι Δομές αυτές αποτελούν την εθνική ραχοκοκαλιά ουσιαστικής διαχείρισης περιστατικών βίας κατά των γυναικών. Παρέχουν υπηρεσίες καθοδήγησης, πρακτικών και νομικών συμβουλών, ψυχολογικής υποστήριξης και επαγγελματικής ενδυνάμωσης σε εκατοντάδες γυναίκες που υφίστανται πάσης φύσεως έμφυλη κακοποίηση. Προσφέρουν επίσης ασφαλή φιλοξενία σε γυναίκες και παιδιά που είναι αδύνατο να παραμείνουν κάτω από την ίδια στέγη με τον κακοποιητή τους.
Η λειτουργία του Δικτύου Δομών ανέκαθεν αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Ορισμένα από αυτά είναι η υποστελέχωση και η έλλειψη πόρων, οι καθυστερήσεις πληρωμών, η καθυστέρηση στην εξασφάλιση υπηρεσιών διερμηνείας και νομικής εκπροσώπησης, και η απουσία προοπτικής μονιμοποίησης, καθώς εργαζόμενες και εργαζόμενοι επί πολλαπλά συναπτά έτη προσλαμβάνονται με ετήσιες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
Σήμερα, απειλείται άμεσα η επιβίωσή του. Η χρηματοδότησή του τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου 2025, χωρίς οποιαδήποτε διασφάλιση της συνέχισης της λειτουργίας του. Το ζήτημα ανέδειξε με ανακοίνωσή του το Πανελλήνιο Σωματείο Εργαζομένων Δικτύου Δομών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, τονίζοντας ότι παρά τις σχετικές κυβερνητικές δεσμεύσεις και εξαγγελίες «δεν έχει εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση για την λειτουργία του δικτύου από 1/01/2026 και δεν υπάρχει σχέδιο βιωσιμότητας» του Δικτύου.
«Αυτή τη στιγμή οι Δομές είναι στον αέρα γιατί δεν έχει εξασφαλιστεί χρηματοδότηση. Είναι ένα βασικό ζήτημα που αφορά τις θεσμικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, που υπέγραψε τη Σύμβαση Κωνσταντινούπολης και την έκανε νόμο του κράτους το 2018. Βάσει Σύμβασης, η χώρα οφείλει να έχει εθνικό Δίκτυο Δομών. Συνεπώς, όλο το Δίκτυο, δηλαδή τα Συμβουλευτικά Κέντρα, οι Ξενώνες και η Γραμμή SOS, θα πρέπει να περιέλθει κάποια στιγμή στον κρατικό προϋπολογισμό», εξηγεί στη Womanlandia η Βάσια Μπάκου, κοινωνιολόγος και Πρόεδρος του Σωματείου. «Η ενημέρωση που έχουμε για το ζήτημα της χρηματοδότησης είναι επίσημη και αφορά τον κυβερνητικό σχεδιασμό. Σήμερα, μέχρι και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν έχουμε καμία ενημέρωση για το τί ακριβώς γίνεται. Αντ’ αυτού, στην τελευταία συνάντηση που είχαμε κάνει στις 12 Σεπτεμβρίου με τη Γενική Γραμματέα, την κυρία Πατσογιάννη, μας είπαν ότι δεν έχουν καμία απολύτως ενημέρωση, ότι γίνονται προσπάθειες και ότι το πρόγραμμα είναι στον αέρα».
Για ποιο λόγο έχει προκύψει πρόβλημα με τη χρηματοδότηση των Δομών;
Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε με ποιο τρόπο χρηματοδοτούνται οι Δομές. Το Δίκτυο υπάγεται στη Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία με τη σειρά της υπάγεται στο Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Όμως δεν αποτελεί κομμάτι του κρατικού προϋπολογισμού. Εδώ και δεκατρία χρόνια, χρηματοδοτείται από κονδύλια του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου μέσω ΕΣΠΑ. Η διαδικασία χρηματοδότησης είναι η ακόλουθη: το ΕΣΠΑ αντλεί την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και στη συνέχεια με προγράμματά του την κατανέμει στις Ελληνικές Περιφέρειες. Με τη σειρά της, η εκάστοτε Περιφέρεια μοιράζει τη χρηματοδότηση στους δικαιούχους Δήμους που στεγάζουν μία Δομή καταπολέμησης έμφυλης βίας. Τέλος, η χρηματοδότηση καταλήγει στις Δομές μέσω των Δήμων. Το κράτος, μέσω του ΕΣΠΑ και της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν είναι παρά ο διαμεσολαβητής αυτής της διαδικασίας. Τα χρήματα που συντηρούν το Δίκτυο Δομών όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι κρατικά, αλλά ευρωπαϊκά.

«Το Δίκτυο ουσιαστικά ξεκίνησε να λειτουργεί το 2011 με την έναρξη λειτουργίας της Γραμμής SOS», εξηγεί η κ. Μπάκου. «Η γραμμή SOS ήταν το πρώτο κομμάτι του Δικτύου, και ξεκίνησε να λειτουργεί μέσω ΕΣΠΑ. Το 2012 ανοίγουν τα πρώτα Συμβουλευτικά Κέντρα και έκτοτε λειτουργεί το Δίκτυο σταθερά και αδιάλειπτα όλα αυτά τα χρόνια, στηριζόμενο σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Δηλαδή, όλο αυτό το διάστημα, η χρηματοδότηση γίνεται μέσω ΕΣΠΑ. Οι συμβάσεις των εργαζομένων είναι ετήσιες και ανανεώνονται κάθε χρόνο, όσο το πρόγραμμα συνεχίζεται. Αυτό αφορά όλους τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες και το Δίκτυο Δομών συνολικά. Δεν υπάρχει κάποια εξαίρεση. Οι δικαιούχοι που ‘τρέχουν’ Δομές, είτε είναι ο Δήμος Χαλανδρίου που εργάζομαι εγώ, είτε ο Δήμος Αγρινίου, είτε ο Δήμος Σερρών, έχουν υπογράψει μία προγραμματική συμφωνία που αφορά τον Δήμο, δηλαδή τον δικαιούχο, το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, που έχει την επιστημονική εποπτεία των Δομών, και τη Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς αυτός είναι ο φορέας που έχει την ευθύνη για τη λειτουργία του Δικτύου συνολικά».
«Υπάρχει μεγάλος κατακερματισμός, τα χρήματα περνάνε από διάφορες ροές, από διάφορα γραφεία και υπηρεσίες» προσθέτει η Νάντια Ζγέρα, νομικός και Αντιπρόεδρος του Σωματείου. «Μιλάμε για ένα κατακερματισμένο δίκτυο διοικητικά, με διαφορετικούς εργοδότες, με εμπλοκή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, των ΟΤΑ, του Υπουργείου. Υπάρχει μεγάλη διοικητική αποκέντρωση, που διαφημίζεται ως θετική, αλλά στην πράξη δυσκολεύει πάρα πολύ το να κατανοήσει κάποιος τι είμαστε και πώς λειτουργούμε. Οπότε, όλο αυτό δημιουργεί μεγάλη γραφειοκρατία και περιπλέκει πολύ τα πράγματα σε σχέση με το από πού θα πάρουμε απαντήσεις».
Συνεπώς, το σημερινό αδιέξοδο χρηματοδότησης του Δικτύου Δομών προκύπτει επειδή δεν έχουν εξασφαλισθεί ευρωπαϊκά κονδύλια για να λειτουργήσει μετά το 2026. Πάγιο αίτημα των εργαζομένων είναι να υπαχθεί η χρηματοδότηση του Δικτύου Δομών στον κρατικό προϋπολογισμό και να μονιμοποιηθεί το προσωπικό του, που μπορεί να εργάζεται σε κάποια Δομή ακόμη και για δεκαετία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε μόνιμο καθεστώς εργασιακής επισφάλειας.
Έχουν ανακύψει παρόμοια ζητήματα χρηματοδότησης του Δικτύου στο παρελθόν;
«Προβλήματα πάντα είχαμε» απαντά η κ. Μπάκου. «Ένα βασικό ζήτημα προέκυψε το 2023, πριν το κλείσιμο της Βουλής. Τότε, παρότι υπήρχε χρηματοδότηση, η κυβέρνηση δεν είχε κάνει τις απαραίτητες κινήσεις για τη μετάβαση των Δομών στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Είχαν γίνει μεγάλες κινητοποίησεις από εμάς, δηλαδή το ΔΣ είχε αντιδράσει, είχαν γίνει παρεμβάσεις από κόμματα της αντιπολίτευσης, γενικώς είχε πάρει διαστάσεις στο θέμα. Ήμασταν το τελευταίο νομοσχέδιο που πέρασε πριν το κλείσιμο της Βουλής. Η διαφορά με το παρόν είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση».
Έχουν υπάρξει αντιδράσεις, εκτός από αυτές του Σωματείου;
«Υπάρχει μια κινητικότητα σε ό,τι αφορά το θεσμικό κομμάτι», συμφωνα με την κ. Μπάκου. «Δηλαδή, μετά από τις δικές μας παρεμβάσεις, έχουν υπάρξει αντιδράσεις και ενέργειες που έγιναν στην Βουλή, με καταθέσεις επίκαιρων ερωτήσεων. Έχει πάρει θεσμική έκταση το ζήτημα. Έχει ενημερωθεί η GREVIO στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με την κατάσταση αυτή. Περιμένουμε να εξεταστεί το ζήτημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να υπάρξουν πιέσεις προς την Ελλάδα, καθώς παραβιάζεται η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης αν κλείσει το Δίκτυο».
ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ με ερωτήσεις τους στη Βουλή ζητούν από την Υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνα Μιχαηλίδου σαφείς απαντήσεις για το μέλλον του Δικτύου Δομών και τη μονιμοποίηση των εργαζομένων.
Για τον Ξενώνα Φιλοξενίας Κέρκυρας και το Συμβουλευτικό Κέντρο Κομοτηνής ο κίνδυνος διακοπής λειτουργίας φαίνεται ακόμη πιο άμεσος, όπως προκύπτει από τις σχετικές ερωτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Στην περίπτωση του Ξενώνα Φιλοξενίας Κέρκυρας, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στέγασης που οδηγεί σε αδιέξοδο τόσο για τη συνέχιση του μισθωτηρίου όσο και για τη λήψη χρηματοδότησης. Όπως εξηγεί το ΚΚΕ, «επειδή η λειτουργία του χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ, η χρηματοδότηση δεν πρόκειται να ανανεωθεί εάν δεν υπάρχει ενεργό μισθωτήριο συμβόλαιο για την στέγαση του ξενώνα. Είναι λοιπόν ορατός ο κίνδυνος να πεταχτούν στο δρόμο οι γυναίκες και τα παιδιά τους, που φιλοξενούνται εκεί, και να χάσουν τη δουλειά τους οι εργαζόμενοι της δομής».
Αντίστοιχα, στην περίπτωση του Συμβουλευτικού Κέντρου Κομοτηνής το ΚΕΘΙ στις 31 Σεπτεμβρίου 2025 αποφάσισε αιφνίδια να μην ανανεώσει τις συμβάσεις της ψυχολόγου, της κοινωνικής λειτουργού και της νομικής συμβούλου του Κέντρου. Συνεπώς, από τις αρχές Οκτωβρίου το Συμβουλευτικό Κέντρο Κομοτηνής δεν προσφέρει υπηρεσίες ψυχολογικής, κοινωνικής και νομικής υποστήριξης. Αυτό σημαίνει πως όσες απευθύνονται στο συγκεκριμένο Συμβουλευτικό Κέντρο παραπέμπονται σε άλλα, που μπορεί να βρίσκονται ακόμη και 60 χιλιόμετρα μακριά. Όπως περιγράφει η κ. Ζγέρα, «είμαστε στον αέρα και εργασιακά. Δηλαδή, όταν εργαζόμαστε 13 χρόνια γνωρίζοντας ότι μπορεί να μην ανανεωθεί η σύμβασή μας ή ότι κάποια στιγμή μπορεί να τελειώσουν τα ευρωπαϊκά χρήματα και να είμαστε στον αέρα, αυτό είναι μεγάλη διακινδύνευση για εμάς».
«Γενικότερα αισθάνομαι ότι το ζήτημα είναι χαμηλά στην ατζέντα, ότι δεν ενδιαφέρει τόσο πολύ σαν πρόβλημα ή ίσως όχι ακόμη, μέχρι να πάρει μια πιο τελεσίδικη μορφή» εξηγεί η κ. Μπάκου. «Πλέον έχουν γίνει ενέργειες από τους εργαζόμενους, έχουν γίνει παρεμβάσεις στη Βουλή και επίσημη απάντηση από το Υπουργείο δεν υπάρχει. Αυτό είναι δηλωτικό μιας γενικότερης απαξίωσης προς το Δίκτυο συνολικά, προς τους εργαζόμενους, προς τις ίδιες τις επιζώσες οι οποίες υποστηρίζονται από αυτές τις Δομές».
«Δεν είμαστε ψηλά στην ατζέντα γιατί γενικά υπάρχει μια πολιτική απαξίωση του ζητήματος» συμπληρώνει η κ. Ζγέρα. «Το θέμα είναι η πολιτική βούληση. Τον πρώτο και τον κύριο λόγο σε όλο αυτό τον έχουν το Υπουργείο και η Γενική Γραμματεία. Όμως είναι και πάρα πολύ εύκολο να μεταθέσουμε την ευθύνη. Δηλαδή, αν τα χρήματα δεν έρθουν, μπορεί να φταίει κάποιος άλλος και όχι ο αρχικά ευθυνόμενος. Μπορεί να φταίει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μπορεί να φταίει η Περιφέρεια. Οπότε, εκεί είναι πολύ δύσκολο εν τέλει να ορίσουμε τον υπεύθυνο ή να αποδεχτεί ο υπεύθυνος την ευθύνη του. Βέβαια, να πούμε ότι αυτή τη στιγμή το Υπουργείο και η Γενική Γραμματεία δεν είναι καθόλου στελεχωμένα. Δεν υπάρχει Οργανισμός. Είναι ένα Υπουργείο-φάντασμα. Δεν υπάρχει δυνατότητα σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού να μπορέσει να στηρίξει ουσιαστικά το Δίκτυο. Υπάρχει σοβαρό θέμα ήδη από την κορυφή, από το οποίο φαίνονται οι δομικές ελλείψεις και η απαξίωση του Δικτύου. Είναι εμφανές, και έχουμε στοιχεία γι’ αυτό, ότι από το 2019 και μετά το Δίκτυο υποβαθμίζεται συστηματικά».
«Αυτό αντανακλάται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει πολιτική βούληση για να ενισχυθεί ουσιαστικά το Δίκτυο» προσθέτει η κ. Μπάκου. «Είναι ξεκάθαρα πολιτική επιλογή όλο αυτό. Άλλωστε, πάγιο αίτημα των εργαζομένων και των Δομών γενικότερα ήταν το να είναι όλες οι Δομές κάτω από έναν κοινό εργοδότη. Από τη στιγμή που είναι η Γενική Γραμματεία αυτή που εποπτεύει το Δίκτυο συνολικά, θα περίμενε κανείς ότι θα ήθελε και η ίδια η Πολιτεία να έχει ένα Δίκτυο Δομών υπό τη σκέψη της Γενικής Γραμματείας, που θα διέπει όλο το Δίκτυο. Αυτό, τουλάχιστον σε κυβερνητικό επίπεδο, δεν είναι επιθυμητό. Μας το έχουν θέσει επανειλημμένες φορές ότι δεν αποτελεί κυβερνητική επιλογή, παρά τις δικές μας πιέσεις».
Τι θα συμβεί στο Δίκτυο Δομών σε περίπτωση που δεν βρεθεί έγκαιρα χρηματοδότηση;
Το λογικό συμπέρασμα από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι πως, αν δεν βρεθεί άμεσα χρηματοδότηση, οι επιζώσες που φιλοξενούνται σε Ξενώνες θα μείνουν στο δρόμο, θα διακοπεί η ψυχολογική και νομική υποστήριξη που προσφέρεται σε εκατοντάδες γυναίκες, και δεκάδες εργαζόμενες και εργαζόμενοι θα μείνουν χωρίς δουλειά. Υπάρχει ο φόβος ότι οι Δομές θα κλείσουν. Ποιο είναι το μέλλον του Δικτύου Δομών αν το χειρότερο σενάριο γίνει πραγματικότητα;
«Αυτό δεν το γνωρίζουμε ούτε εμείς» απαντά η κ. Μπάκου. «Θεωρούμε ωστόσο ότι αν υπάρχει πολιτική βούληση, θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος. Έχει ξαναγίνει στο παρελθόν να βρεθούν χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού ακόμα και τελευταία στιγμή για να καλυφθούν πράγματα. Είναι καθαρά ζήτημα του πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση. Προφανώς εμείς δεν πρόκειται να το αφήσουμε έτσι όλο αυτό. Ήδη δηλαδή σκοπεύουμε να κλιμακώσουμε περαιτέρω και τις κινητοποιήσεις μας και να πιέσουμε προς πάσα κατεύθυνση για να μπορέσει να παραμείνει το Δίκτυο όρθιο, καμία Δομή να μην κλείσει. Ίσα-ίσα που πάγιο αίτημά μας ήταν να ενισχυθεί περαιτέρω, γιατί υπάρχει μεγάλη ανάγκη και δεν καλύπτονται όλες οι περιοχές. Δεν τίθεται καθόλου υπό συζήτηση το να υπάρξει συρρίκνωση του Δικτύου ή να χάσουν την εργασία τους εργαζόμενες και εργαζόμενοι. Περιμένουμε από τη Γενική Γραμματεία και το Αρμόδιο Υπουργείο να τοποθετηθούν επιτέλους επίσημα και να μας πουν τι σκοπεύουν να κάνουν με το Δίκτυο».
Σε παρόμοιο τόνο απαντά και η κ. Ζγέρα: «Μέσω του Δικτύου, έχουμε καταφέρει να συζητάμε πια ανοιχτά για την έμφυλη βία. Για παράδειγμα, το 2013, ιδίως στην περιφέρεια, η έμφυλη βία ήταν ένα ζήτημα το οποίο δεν το συζητούσαμε στις τοπικές κοινωνίες. Αναδείχθηκε από τα Συμβουλευτικά Κέντρα και οι γυναίκες κατάφεραν να υποστηριχθούν, να μιλήσουν γι’ αυτό. Προφανώς δεν είναι υπό συζήτηση για μας το εάν θα σταματήσουμε να λειτουργούμε. Η συζήτηση μας είναι να μονιμοποιηθούμε, να γίνουμε μια υπηρεσία κοινωνικού κράτους, για να μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας χωρίς όλη αυτή την ανασφάλεια».
Κλείνοντας, σχολιάζει πως «σε κάτι περισσότερο από ένα μήνα, στις 25 Νοεμβρίου, θα έχουμε τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, όπου ουσιαστικά θα ξαναθυμηθούμε τις επιζώσες και θα γίνουν δράσεις και εκδηλώσεις προς τιμήν τους επετειακά. Και τότε είναι βέβαιο, ότι τα υπεύθυνα πολιτικά πρόσωπα θα βρεθούν στην επικαιρότητα για να τοποθετηθούν επί του θέματος. Για εμάς είναι υποκριτικό να διοργανώνουν δράσεις και event, ενώ το Δίκτυο ουσιαστικά βρίσκεται στον αέρα».